κρυφιαστής

κρυφιαστής
κρυφιαστής, ὁ (Α)
ο ερμηνευτής ονείρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη κατ' απόσπαση από *ἐγκρυφιαστής < ἐγκρυφιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”